Σε συνέχεια του προηγούμενου σημειώματος, σχετικά με την προώθηση σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη λειτουργία του Χιονοδρομικού Κέντρου της Βασιλίτσας, χρειάζεται να δοθούν κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις, για να απαντηθούν και κάποια ζητήματα που τέθηκαν στον δημόσιο διάλογο.
Πρέπει να υπομνησθεί ότι το Χιονοδρομικό Κέντρο παρέχει στους χρήστες του κατά βάση ψυχαγωγικές υπηρεσίες - τη δυνατότητα άθλησης/ σκι. Δεν παρέχει κάποιο αγαθό ή υπηρεσία από αυτά που το κράτος οφείλει να διασφαλίσει στους πολίτες του (όπως η παιδεία ή η υγεία). Επομένως, δεν υπάρχει κάποιος αποχρών λόγος που να επιβάλλει τη λειτουργία του από δημόσιο φορέα.
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η λειτουργία του είναι αδιάφορη για την τοπική κοινωνία, καθώς οι χρήστες του έρχονται στον τόπο μας, γνωρίζουν τον τόπο μας, ξοδεύουν στον τόπο μας (τουλάχιστον για το φαγητό και τη διαμονή του). Έχουμε κάθε συμφέρον για περισσότερους χρήστες του Χιονοδρομικού Κέντρου και, μάλιστα, με τη μεγαλύτερη δυνατή οικονομική επιφάνεια. Μιλώντας καθαρά εμπορικά, αυτή είναι ούτως ή άλλως και η επιδίωξη του όποιου φορέα έχει την ευθύνη λειτουργίας του Χιονοδρομικού Κέντρου. Κοντολογίς: την τοπική κοινωνία, εμάς δηλαδή, μας συμφέρει να λειτουργεί το Χιονοδρομικό Κέντρο αυτός που μπορεί να προσελκύσει όσο περισσότερο κόσμο μπορεί.
Το ερώτημα, στη συνέχεια, είναι απλό: περισσότερο κόσμο μπορεί να προσεγγίσει ένας δημόσιος φορέας ή ένας επιχειρηματίας του χώρου, που ξέρει πώς λειτουργούν τα χιονοδρομικά κέντρα, πώς γίνεται η διαφήμιση, ποιες υπηρεσίες έχουν ζήτηση, πώς αυτές μπορούν να πωληθούν καλύτερα (και, κατ' επέκτασιν: μας συμφέρει το Χιονοδρομικό Κέντρο να το διαχειρίζεται δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας); Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος που να υποστηρίζει σοβαρά ότι στο Δημόσιο υπάρχει (ή οφείλει να υπάρχει) η τεχνογνωσία για μια καθαρά εμπορική εκμετάλλευση.
Αλλά, εκτός από την έλλειψη τεχνογνωσίας, το Δημόσιο έχει κι άλλες δυσκολίες σε μια αμιγώς εμπορική εκμετάλλευση - εάν διαπίστωνε, λ.χ., ότι υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον στην αγορά της Θεσσαλονίκης για ένα συγκεκριμένο Σαββατοκύριακο, πόσο σύντομα θα μπορούσε να ετοιμάσει μια τοπική και περιορισμένης χρονικής διάρκειας διαφήμιση; Εάν ερχόταν ένα τουριστικό γραφείο με μια συμφωνία για ένα καλό «πακέτο» χρηστών στα όρια της off-season με μια έκπτωση στο εισιτήριο, πόσο εύκολα θα μπορούσε ένας δημόσιος φορέας να αξιοποιήσει αυτή την προσφορά; Σκεφθείτε μόνο τον δημόσιο υπάλληλο που θα υπέγραφε έγγραφο, με το οποίο τα εισιτήρια για το πακέτο αυτό θα περιείχαν έκπτωση: τι ευθύνες θα αναλάμβανε, τι κινδύνους να μηνυθεί για απιστία και παράβαση καθήκοντος, θα έπρεπε να αποδείξει σε Εισαγγελέα και σε Δικαστήριο ότι η επιλογή αυτή είναι συμφέρουσα. Δεν αναφέρομαι καν στις εργασιακές σχέσεις: για πόσο χρόνο, με ποια κριτήρια επιλογής, τη διαμεσολάβηση του ΑΣΕΠ που θα βάρυνε ένα δημόσιο φορέα κ.λπ.
Επομένως, το κύριο ερώτημα - αν μας συμφέρει να είναι δημόσιο ή «ιδιωτικό» το Χιονοδρομικό Κέντρο, απαντάται εύκολα: μας συμφέρει να είναι ιδιωτικό, πρέπει να το επιδιώκουμε και θα ωφεληθούμε όταν αυτό γίνει.
Το δεύτερο ερώτημα στον δημόσιο διάλογο είναι η ειδικότερη μορφή που θα λάβει η σύμπραξη με τον ιδιώτη. Εκεί προβάλλεται ως παράπονο ότι έγινε εν λευκώ εκχώρηση των σχετικών αρμοδιοτήτων στο ΤΑΙΠΕΔ, χωρίς να ερωτηθεί η τοπική κοινωνία. Όμως το παράπονο αυτό είναι αβάσιμο, λόγω της πολύ τεχνικής φύσης που έχει μια διαδικασία σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα.
Η σύμπραξη, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο σημείωμα, μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Από την απλή εκμίσθωση μέχρι τη σύσταση εταιρείας ειδικού σκοπού με μετόχους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς (και πλειοψηφία στους ιδιωτικούς φορείς), δυνατότητα που προβλέπεται από τον βασικό νόμο περί ΣΔΙΤ (ν. 3389/2005) ή και με σύμβαση παραχώρησης, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ν. 4413/2016. Για να ληφθεί η σχετική απόφαση πρέπει να προηγηθεί μια πρώτη έρευνα της αγοράς: με ποιες μορφές θα ενδιαφέρονταν να συμπράξουν οι πιθανοί επενδυτές. Δεν μπορεί να γίνει προκήρυξη κάποιου διαγωνισμού (ή κάποιας μίσθωσης), εάν δεν ξέρει ο φορέας που θα κάνει την προκήρυξη με ποιον τρόπο θα προσελκύσει επενδυτές. Με άλλα λόγια, η απόφαση αυτή δεν είναι πολιτική, αλλά τεχνική.
Εξ άλλου, εντελώς τεχνική διαδικασία είναι και η πλήρης και ειλικρινής καταγραφή της σημερινής κατάστασης, η οποία θα παρουσιασθεί στους επενδυτές. Και η καταγραφή αυτή, σε σχέση με τη γνώση της αγοράς, οδηγεί στην κατάλληλη επιλογή σχήματος σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα. Από την καταγραφή αυτή, για παράδειγμα, θα φανεί τι είδους επενδύσεις χρειάζονται - άμεσες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Θα κριθεί επίσης τι αντισταθμιστικά οφέλη μπορούν να αξιωθούν από τον επενδυτή, αλλά και τι εργαλεία χρηματοδότησης θα είναι απαραίτητα. Αντιστοίχως: τι απαιτήσεις θα έχουμε για την τεχνική και χρηματοοικονομική επάρκεια των υποψηφίων επενδυτών; Πώς θα διασφαλισθεί ότι ο επενδυτής δεν θα είναι οικονομικά αδύναμος, με κίνδυνο να παρατήσει το έργο στη μέση και να κλείσει το Χιονοδρομικό Κέντρο; Η διαμόρφωση του διαγωνιστικού πλαισίου που περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω είναι και αυτή μια πολύ τεχνική, και όχι πολιτική, διαδικασία, που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση. Αν η διαγωνιστική διαδικασία διαμορφωθεί με πολιτικά και όχι αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια, τότε υπάρχουν δύο κίνδυνοι: είτε να τεθούν όροι που δεν θα προσελκύσουν κανέναν επενδυτή, είτε να τεθούν όροι που δεν θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της επένδυσης. Και τα δύο θα είναι επί ζημία της κοινωνίας και του τόπου μας.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει φορέας πιο εξειδικευμένος στην αναζήτηση επενδυτών και στην επιλογή και διαμόρφωση κατάλληλου διαγωνιστικού πλαισίου από το ΤΑΙΠΕΔ. Για τον λόγο αυτό πρέπει να είμαστε απολύτως ευτυχείς με την επιλογή του φορέα.
Στη συζήτηση αναφέρθηκε και ότι μπορεί να δοθεί στον επενδυτή η δυνατότητα να κτίσει και να λειτουργήσει δικό του ξενοδοχείο, κάτι που θα πλήξει τα ήδη εγκατεστημένα ξενοδοχεία. Η αντίρρηση αυτή είναι εσφαλμένη για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, αλίμονο εάν όλοι οι χρήστες του Χιονοδρομικού Κέντρου που θέλουν να διανυκτερεύσουν χωρούν μόνο σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό θα σημάνει την πλήρη αποτυχία του εγχειρήματος. Κατά δεύτερον, είναι πολύ καλύτερο να παρασχεθεί στον επενδυτή η δυνατότητα για δική του πηγή εσόδων, παρά δημόσιο χρήμα, για να κάνει την επένδυση, εάν αυτή αποδειχθεί πολύ ακριβή. Κατά τρίτον, η επιτυχημένη λειτουργία του Χιονοδρομικού Κέντρου θα φέρει τόσο περισσότερο κόσμο, που τα ξενοδοχεία της περιοχής θα έχουν πολύ μεγαλύτερο, συνολικά, όφελος, από την ενδεχόμενη απώλεια πελατείας από ένα ακόμη ξενοδοχείο που θα λειτουργήσει στην περιοχή. Ίσα-ίσα που θα καταστήσει την περιοχή ακόμη πιο ελκυστική, αφού οι χρήστες του Χιονοδρομικού Κέντρου θα ξέρουν με μεγάλη πιθανότητα ότι θα έχουν τη δυνατότητα να διανυκτερεύσουν στον τόπο μας.
Τέλος, μια ακόμη απάντηση στις κραυγές για «ξεπούλημα»: η ανάθεση της λειτουργίας του χιονοδρομικού κέντρου σε επενδυτή, είτε με τη μορφή της μίσθωσης, είτε με άλλη μορφή σύμπραξης, δεν σημαίνει την πώληση (ή απώλεια) της γης. Σημαίνει την επωφελέστερη αξιοποίησή της από φορέα που κατά τεκμήριο θα οδηγήσει σε αύξηση της επισκεψιμότητας με όλες τις ευνοϊκές συνέπειες για τον τόπο. Το μόνο που μας έφερνε η δημόσια ιδιοκτησία και λειτουργία του Χιονοδρομικού Κέντρου ήταν τα εισιτήρια - τα οποία δεν κάλυπταν πάντα τις σχετικές δαπάνες, με αποτέλεσμα συχνά ο σημερινός φορέας διαχείρισης του Κέντρου να είναι (στο παρελθόν) ελλειμματικός. Αλλά το όφελος της κοινωνίας από το Χιονοδρομικό Κέντρο δεν είναι τα εισιτήρια - είναι οι άνθρωποι που θα φάνε, θα πιουν και, κυρίως, θα γνωρίσουν και θα αγαπήσουν τον τόπο μας. Με την κατάλληλη λειτουργία του το Χιονοδρομικό Κέντρο της Βασιλίτσας μπορεί να ξαναγίνει η καλύτερη διαφήμιση του Νομού μας - και αυτή η προσδοκία μας προχωρά κατά ένα βήμα προς την πραγματοποίησή της με την πρόσφατη τροπολογία.